φορομπήχτης

φορομπήχτης
ο, Ν
αυτός που επιβάλλει πολλούς φόρους και υψηλή ή άδικη φορολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + μπήγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορομπήχτης — ο (ειρωνικά), αυτός που επιβάλλει μεγάλους φόρους στο λαό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορομπηχτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υψηλή ή άδικη φορολογία (α. «φορομπηχτική πολιτική» β. «φορομπηχτικό νομοσχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορομπήχτης. Το επί θ., στον λόγιο τ. φορομπηκτικός, μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”